έκτισμα

έκτισμα
ἔκτισμα και ἔκτεισμα, το (Α)
αυτό που πληρώνεται ως ποινή, το πρόστιμο («τὸ δὲ ἔκτισμα αὐτὸς αὐτῷ κομιζέσθω κατὰ τὸν νόμον», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • έκτεισμα — ἔκτεισμα, το (Α) διάφορ. τ. τού ἔκτισμα*, σε επιγραφές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”